Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συσχετικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συσχετικ|ός <-ή, -ό> [sisçɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συσχετικός (γενικά):

συσχετικός

2. συσχετικός ΜΑΘ:

συσχετικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский