Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύμπραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύμπραξ|η <-εις> [ˈsimbraksi] SUBST θηλ

1. σύμπραξη (συνεργασία):

σύμπραξη

2. σύμπραξη (καρτέλ):

σύμπραξη
Kartell ουδ
Importkartell ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με σύμπραξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский