Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπτύσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συ|μπτύσσω <-νέπτυξα, -μπτύχτηκα, -μπτυγμένος> [simˈptisɔ] VERB μεταβ

1. συμπτύσσω (διπλώνω):

συμπτύσσω

2. συμπτύσσω (συντομεύω):

συμπτύσσω

3. συμπτύσσω (κάνω περίληψη):

συμπτύσσω

II . συμπτύσσομαι VERB αυτοπ ρήμα (υποχωρώ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский