Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σωφρονίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σωφρονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sɔfrɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. σωφρονίζω (συνετίζω):

σωφρονίζω

2. σωφρονίζω (τιμωρώ):

σωφρονίζω

II . σωφρονίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский