Ελληνικά » Γερμανικά

σχολάζω

σχολάζω s. σχολνώ

Βλέπε και: σχολνώ

I . σχολ|νώ <-νάς, -ασα, -ασμένος> [sxɔlˈnɔ], σχολ|άζω [sxɔˈlazɔ], σκολ|άζω [skɔˈlazɔ] <-ασα, -ασμένος> VERB αμετάβ

1. σχολνώ (σταματώ τη δουλειά):

2. σχολνώ (από το σχολείο):

II . σχολ|νώ <-νάς, -ασα, -ασμένος> [sxɔlˈnɔ], σχολ|άζω [sxɔˈlazɔ], σκολ|άζω [skɔˈlazɔ] <-ασα, -ασμένος> VERB μεταβ (απολύω)

I . σχολ|νώ <-νάς, -ασα, -ασμένος> [sxɔlˈnɔ], σχολ|άζω [sxɔˈlazɔ], σκολ|άζω [skɔˈlazɔ] <-ασα, -ασμένος> VERB αμετάβ

1. σχολνώ (σταματώ τη δουλειά):

2. σχολνώ (από το σχολείο):

II . σχολ|νώ <-νάς, -ασα, -ασμένος> [sxɔlˈnɔ], σχολ|άζω [sxɔˈlazɔ], σκολ|άζω [skɔˈlazɔ] <-ασα, -ασμένος> VERB μεταβ (απολύω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский