Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχολαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σχολαστικ|ός <-ή, -ό> [sxɔlastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. σχολαστικός φιλος:

σχολαστικός

2. σχολαστικός (μικρολόγος):

σχολαστικός

II . σχολαστικ|ός [sxɔlastiˈkɔs] SUBST αρσ

σχολαστικός
Scholastiker αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский