Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχιστότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχιστότητα [sçisˈtɔtita] SUBST θηλ

1. σχιστότητα (γενικά: ιδιότητα):

σχιστότητα
Spaltbarkeit θηλ

2. σχιστότητα ΓΕΩΛ (υφή):

σχιστότητα
Schieferung θηλ
ψευδής σχιστότητα

Παραδειγματικές φράσεις με σχιστότητα

ψευδής σχιστότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский