Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συσπείρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συσπείρωσ|η <-εις> [siˈspirɔsi] SUBST θηλ

1. συσπείρωση (κουλούριασμα):

συσπείρωση

2. συσπείρωση μτφ (συγκέντρωση, μάζεμα):

συσπείρωση
Ansammlung θηλ

3. συσπείρωση ΑΘΛ (κατά την κατάδυση):

συσπείρωση
gebückter Salto αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με συσπείρωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский