Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύσσωμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύσσωμ|ος <-η, -ο> [ˈsisɔmɔs] ΕΠΊΘ

1. σύσσωμος (ενωμένος):

σύσσωμος

2. σύσσωμος (ολόκληρος):

σύσσωμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский