Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συσκοτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συσκοτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [siskɔˈtizɔ] VERB μεταβ

1. συσκοτίζω (κάνω σκοτεινό):

συσκοτίζω

2. συσκοτίζω μτφ:

συσκοτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский