Ελληνικά » Γερμανικά

συνδυαστικ|ός <-ή, -ό> [sinðiastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνδιαλλαγή [sinðialaˈji] SUBST θηλ

διαμήκ|ης <-ης, -ες> [ðiaˈmicis] ΕΠΊΘ

συνδετικ|ός <-ή, -ό> [sinðɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνδυασμός [sinðiazˈmɔs] SUBST αρσ

1. συνδυασμός (γενικά, και ΜΑΘ):

Kombination θηλ

2. συνδυασμός (σε εκλογές):

συνδικαλισμός [sinðikalizˈmɔs] SUBST αρσ

συνδικαλιστής (συνδικαλίστρια) [sinðikalisˈtis, sinðikaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συνδιαλλακτικ|ός <-ή, -ό> [sinðialaktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский