Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συναθροίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συναθροί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sinaˈθrizɔ] VERB μεταβ

1. συναθροίζω (άτομα):

συναθροίζω

2. συναθροίζω (πράγματα):

συναθροίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский