Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: στυλώνω , στένωση , τυλώνω , στυφίζω , στυλό και στύλωμα

στύλωμα [ˈstilɔma] SUBST ουδ (υποστήριγμα)

στυλό

στυλό s. στιλό

Βλέπε και: στιλό

στιλό [stiˈlɔ] SUBST ουδ

1. στιλό (με μελάνι):

Füller αρσ

2. στιλό (διαρκείας):

I . στυφί|ζω <-σα> [stiˈfizɔ] VERB αμετάβ (έχω στυφή γεύση)

II . στυφί|ζω <-σα> [stiˈfizɔ] VERB μεταβ (κάνω στυφό)

τυλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tiˈlɔnɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский