Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στυφίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στυφί|ζω <-σα> [stiˈfizɔ] VERB αμετάβ (έχω στυφή γεύση)

στυφίζω

II . στυφί|ζω <-σα> [stiˈfizɔ] VERB μεταβ (κάνω στυφό)

στυφίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский