Ελληνικά » Γερμανικά

στρατιά [straˈtça] SUBST θηλ

1. στρατιά ΣΤΡΑΤ:

Armee θηλ

2. στρατιά μτφ (πλήθος):

Heer ουδ

σταράτα [staˈrata] ΕΠΊΡΡ

τράτα [ˈtrata] SUBST θηλ

1. τράτα (δίχτυ):

Schleppnetz ουδ

2. τράτα (βάρκα):

Fischerboot ουδ

στράκα [ˈstraka] SUBST θηλ (κρότος)

στρώμα [ˈstrɔma] SUBST ουδ

στράτσο [ˈstratsɔ] SUBST ουδ

στραβ|ός <-ή, -ό> [straˈvɔs] ΕΠΊΘ

2. στραβός (λαθεμένος):

στρέμμα [ˈstrɛma] SUBST ουδ

στρωτ|ός <-ή, -ό> [strɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. στρωτός (επιφάνεια, δουλειά):

2. στρωτός (ζωή):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский