Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στοπ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στοπ [stɔp] SUBST ουδ αμετάβλ

1. στοπ (σταμάτημα):

στοπ
Stopp αρσ

ιδιωτισμοί:

στοπ πόρτας
Türstopper αρσ

II . στοπ [stɔp] ΕΠΙΦΏΝ

στοπ!

Παραδειγματικές φράσεις με στοπ

στοπ!
φώτα ουδ πλ στοπ
Bremslicht ουδ ενικ
στοπ πόρτας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский