Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στόμιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στόμιο [ˈstɔmiɔ] SUBST ουδ

1. στόμιο (άνοιγμα):

στόμιο
Öffnung θηλ

2. στόμιο (στάμνας, κουβά):

στόμιο
Ausguss αρσ

3. στόμιο (ποταμού, όπλου):

στόμιο
Mündung θηλ

4. στόμιο ΜΟΥΣ:

στόμιο
Mundstück ουδ

5. στόμιο (ηλεκτρικής σκούπας):

στόμιο
Düse θηλ
Polsterdüse θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με στόμιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский