Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στίγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στίγμα [ˈstiɣma] SUBST ουδ

1. στίγμα (σημάδι στο δέρμα):

στίγμα
Narbe θηλ

2. στίγμα (βούλα):

στίγμα
Punkt αρσ

3. στίγμα (λεκές):

στίγμα
Fleck αρσ

4. στίγμα (ηθική κηλίδα):

στίγμα
Schandfleck αρσ

5. στίγμα ΒΟΤ:

στίγμα
Narbe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский