Ελληνικά » Γερμανικά

πλαστική [plastiˈci] SUBST θηλ

σπασμωδικ|ός <-ή, -ό> [spazmɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. σπασμωδικός:

2. σπασμωδικός (υπερβολικά βιαστικός):

συνδυαστική [sinðiastiˈci] SUBST θηλ ΜΑΘ

μαστοπλαστική [mastɔplastiˈci] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

σπασίκλας [spaˈsiklas] SUBST αρσ, σπασίκλα [spaˈsikla] SUBST θηλ

Streber(in) αρσ (θηλ)

ονομαστική [ɔnɔmastiˈci] SUBST θηλ

πηλοπλαστική [pilɔplastiˈci] SUBST θηλ

χρωστική [xrɔstiˈci] SUBST θηλ

οριστική [ɔristiˈci] SUBST θηλ ΓΛΩΣΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский