Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρωστική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρωστική [xrɔstiˈci] SUBST θηλ

χρωστική
Farbstoff αρσ
φυτική χρωστική

Παραδειγματικές φράσεις με χρωστική

φθορίζουσα χρωστική
χρωστική αλλοίωση
φυτική χρωστική
χρωστική ύλη
Farbstoff αρσ
χρωστική ουσία
Farbstoff αρσ
βασική χρωστική
χρωστική αλλοίωση θηλ (του) δέρματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский