Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σκωπτικός , υφάντρια , μεσίτρια , δράστρια , σκώπτης και διοπτρία

σκωπτικ|ός <-ή, -ό> [skɔptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

διοπτρία [ðiɔpˈtria] SUBST θηλ

σκώπτης (σκώπτρια) [ˈskɔptis, ˈskɔptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σκώπτης (σκώπτρια)
Spötter(in) αρσ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

υφαντής [ifanˈdis] SUBST αρσ [iˈfandra], υφάντρια [iˈfandria] SUBST θηλ

Weber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский