Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Σκωτσέζος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Σκωτσέζ|ος (-α) [skɔˈtsɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Σκωτσέζος (-α)
Schotte αρσ (Schottin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский