Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκλαβώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκλαβώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [sklaˈvɔnɔ] VERB μεταβ

1. σκλαβώνω (υποδουλώνω):

σκλαβώνω

2. σκλαβώνω μτφ (υποχρεώνω):

σκλαβώνω

3. σκλαβώνω μτφ (γοητεύω):

σκλαβώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский