Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκλάβος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκλάβ|ος (-α) [ˈsklav|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) και μτφ

σκλάβος (-α)
Sklave αρσ (Sklavin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский