Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκιρτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκιρτ|ώ <-άς, -ησα> [scirˈtɔ] VERB αμετάβ

1. σκιρτώ (αναπηδώ):

σκιρτώ

2. σκιρτώ (αναπηδώ τρομαγμένος):

σκιρτώ

3. σκιρτώ (τρομάζω):

σκιρτώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский