Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκεύος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκεύος [ˈscɛvɔs] SUBST ουδ

1. σκεύος (εργαλείο, συσκευή):

σκεύος
Gerät ουδ
σκεύος της κουζίνας
Küchengerät ουδ
Elektrogeräte ουδ πλ

2. σκεύος (πιάτο, ποτήρι κτλ):

Geschirr ουδ ενικ
Essgeschirr ουδ ενικ
Kochgeschirr ουδ ενικ
Glaswaren θηλ πλ
Porzellanwaren θηλ πλ
Kupfergeschirr ουδ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με σκεύος

σκεύος ουδ φοντί
Fondue-Set ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский