Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκασμός [skazˈmɔs] SUBST αρσ

1. σκασμός (ασφυξία):

σκασμός
Erstickung θηλ

2. σκασμός (θάνατος από ασφυξία):

σκασμός
σκασμός!

Παραδειγματικές φράσεις με σκασμός

σκασμός!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский