Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκατό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκατό [skaˈtɔ] SUBST ουδ

1. σκατό χυδ (περίττωμα):

σκατό
Scheiße θηλ

2. σκατό (μικρό παιδί):

σκατό
kleiner Furz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский