Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκάφτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκάφτω

σκάφτω s. σκάβω

Βλέπε και: σκάβω

σκά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈskavɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский