Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σαρκαστής , σαρκαστικός , φασίστρια , ερπύστρια , δράστρια και σαρκασμός

σαρκαστής (σαρκάστρια) [sarkasˈtis, sarˈkastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σαρκαστής (σαρκάστρια)
Sarkast(in) αρσ (θηλ)

σαρκαστικ|ός <-ή, -ό> [sarkastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

σαρκασμός [sarkazˈmɔs] SUBST αρσ

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский