Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρίψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρίψ|η <-εις> [ˈripsi] SUBST θηλ

1. ρίψη (ριξιά):

ρίψη
Wurf αρσ

2. ρίψη (αποβολή):

ρίψη
Abwurf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский