Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρισίβερ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρισίβερ [riˈsivɛr] SUBST αρσ αμετάβλ

1. ρισίβερ (στο μπέιζμπολ):

ρισίβερ
Fänger αρσ

2. ρισίβερ (στο τένις και σκουός):

ρισίβερ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский