Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρόγχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρόγχος [ˈrɔŋxɔs] SUBST αρσ

1. ρόγχος (ροχαλητό):

ρόγχος
Schnarchen ουδ

2. ρόγχος (αφύσικος αναπνευστικός ήχος):

ρόγχος
Röcheln ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский