Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρήξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρήξ|η <-εις> [ˈriksi] SUBST θηλ

1. ρήξη και μτφ:

ρήξη
Bruch αρσ

2. ρήξη ΙΑΤΡ:

ρήξη
Zerreißung θηλ
ρήξη ιστών
Lazeration θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ρήξη

ρήξη ιστών
Lazeration θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский