Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρήσος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρήσος [ˈrisɔs] SUBST αρσ

1. ρήσος (σαρκοφάγο):

ρήσος
Luchs αρσ

2. ρήσος (πίθηκος):

ρήσος
Rhesusaffe αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский