Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πύρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πύρωμα [ˈpirɔma] SUBST ουδ

1. πύρωμα (ζέσταμα):

πύρωμα
Erhitzen ουδ

2. πύρωμα (πυράκτωση):

πύρωμα
Glühen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский