Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πώληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πώλησ|η <-εις> [ˈpɔlisi] SUBST θηλ

πώληση
Verkauf αρσ
εμπορεύματα ουδ πλ για πώληση ή επιστροφή
Kommissionsware θηλ ενικ
αθόρυβη πώληση
πώληση ακινήτων
άμεση πώληση
Direktverkauf αρσ
Direktabsatz αρσ ενικ
Notverkauf αρσ
Zwangsverkauf αρσ
Alleinverkauf αρσ
Absatzzahlen θηλ πλ
αφορολόγητη πώληση
Absatzchancen θηλ
λιανική πώληση
εικονική πώληση
Scheinverkauf αρσ
Warenverkauf αρσ
Auslandsverkäufe αρσ πλ
Auslandsabsatz αρσ ενικ
Inlandsverkäufe αρσ πλ
Inlandsabsatz αρσ ενικ
μαζική πώληση
Massenabsatz αρσ
Absatzvolumen ουδ
Bruttoabsatz αρσ ενικ
μερική πώληση
Teilverkauf αρσ
Barverkauf αρσ
on-line πώληση
πώληση με παθητικό
Absatzmangel αρσ
πώληση με πίστωση
Verkauf αρσ auf Kredit
πυραμιδωτή πώληση
Absatzquote θηλ
Verkaufserwartungen θηλ πλ
Absatzerwartungen θηλ πλ
Absatzprognosen θηλ πλ
Verkaufsfrist θηλ
πώληση τίτλων

Παραδειγματικές φράσεις με πώληση

πώληση θηλ διαμερίσματος
πώληση θηλ μεριδίου
πώληση ακινήτων
μαζική πώληση
αθόρυβη πώληση
άμεση πώληση
Notverkauf αρσ
λιανική πώληση
εικονική πώληση
μερική πώληση
πώληση τίτλων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский