Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [piˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. πυρώνω (θερμαίνω):

πυρώνω

2. πυρώνω (πυρακτώνω):

πυρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский