Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πόρθηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πόρθησ|η <-εις> [ˈpɔrθisi] SUBST θηλ

1. πόρθηση (κατάληψη):

πόρθηση
Einnahme θηλ
πόρθηση
Eroberung θηλ

2. πόρθηση (λεηλασία):

πόρθηση
Plünderung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский