Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πορθμείο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πορθμείο [pɔrˈθmiɔ] SUBST ουδ

1. πορθμείο (διαβατό μέρος):

πορθμείο
Furt θηλ

2. πορθμείο (πλωτό μέσο):

πορθμείο
Fähre θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский