Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πορεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πορ|εύομαι <-εύτηκα, -εμένος> [pɔˈrɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. πορεύομαι (βαδίζω):

πορεύομαι

2. πορεύομαι (πορίζομαι τα προς το ζην):

πορεύομαι με κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με πορεύομαι

πορεύομαι με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский