Ελληνικά » Γερμανικά

πρόσκαιρ|ος <-η, -ο> [ˈprɔscɛrɔs] ΕΠΊΘ

πρόσκαιρος
πρόσκαιρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский