Ελληνικά » Γερμανικά

προσκεκλημέν|ος <-η, -ο> [prɔscɛkliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

προσκεκλημένος

προσκεκλημένος SUBST

Καταχώριση χρήστη
die Gäste αρσ πλ
ο προσκεκλημένος αρσ
der Gast αρσ
ο προσκεκλημένος αρσ
der Geladene αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский