Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσθήκη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσθήκη [prɔsˈθici] SUBST θηλ

1. προσθήκη (ό,τι προστέθηκε):

προσθήκη
Zusatz αρσ

2. προσθήκη (κτιρίου):

προσθήκη
Anbau αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский