Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόσθετο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόσθετο [ˈprɔsθɛtɔ] SUBST ουδ

1. πρόσθετο (εισιτηρίου):

πρόσθετο
Zuschlag αρσ

2. πρόσθετο (ουσία):

πρόσθετο
Zusatzstoff αρσ
πρόσθετο
Zusatz αρσ
πρόσθετο τροφίμων

Παραδειγματικές φράσεις με πρόσθετο

πρόσθετο εισόδημα
πρόσθετο τέλος
πρόσθετο συμβόλαιο
πρόσθετο τροφίμων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский