Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόληψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόληψ|η <-εις> [ˈprɔlipsi] SUBST θηλ

1. πρόληψη (παρεμπόδιση):

πρόληψη
Vorbeugung θηλ
πρόληψη ατυχημάτων
πρόληψη καρκίνου

2. πρόληψη (δεισιδαιμονία):

πρόληψη
Aberglaube αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πρόληψη

πρόληψη ατυχημάτων
πρόληψη καρκίνου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский