Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προληπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προληπτικ|ός <-ή, -ό> [prɔliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. προληπτικός (ώστε να μη συμβεί):

προληπτικός
vorbeugend, präventiv, Vorbeuge-
Vorbeugehaft θηλ

2. προληπτικός (δεισιδαίμων):

προληπτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский