Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προφυλάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προφυλά|(γ)ω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [prɔfiˈla(ɣ)ɔ] VERB μεταβ

II . προφυλάγομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. προφυλάγομαι (προστατεύομαι):

sich schützen vor +δοτ

2. προφυλάγομαι (προσέχω):

sich in Acht nehmen vor +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский