Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προκαταλαμβάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προκατ|αλαμβάνω <-άλαβα, -αλήφθηκα, -ειλημμένος> [prɔkatalaɱˈvanɔ] VERB μεταβ

1. προκαταλαμβάνω (απάντηση):

προκαταλαμβάνω

2. προκαταλαμβάνω (επηρεάζω):

προκαταλαμβάνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский