Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προκατάληψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προκατάληψ|η <-εις> [prɔkaˈtalipsi] SUBST θηλ

1. προκατάληψη (αβάσιμη γνώμη):

προκατάληψη
Vorurteil ουδ

2. προκατάληψη (κακή προδιάθεση):

προκατάληψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский